- φλαυροτης
- φλαυρότης-ητος ἥ негодность, зло Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φλαυρότης — poorness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλαυρότης — ητος, ἡ, Α [φλαῡρος] φαυλότητα … Dictionary of Greek
φλαυρότητα — φλαυρότης poorness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)